μετιχνιώμαι

μετιχνιώμαι
μετιχνιῶμαι, -άομαι (Μ)
βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”